Με αφορμή το εξαιρετικό post του συνφορουμίστα “Gambler” και το κύμα νοσταλγικών αναμνήσεων που ξεσήκωσε, σκέφτηκα σήμερα αγαπητοί φίλοι να μοιραστώ μαζί σας ένα κομμάτι της ζωής μου που εκτείνεται από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι και σήμερα. Είναι μια σειρά από γεγονότα και συμπτώσεις που αλυσσιδωτά εξελίσονται...
Η ιστορία μας ξεκινάει από τον τόπο της καταγωγής μου, την Παναγιούδα της Λέσβου.
Πριν από πολλά χρόνια, κάπου κοντά στο 1890, ο Αγγλος Ατκινσον, λάτρης του τόπου όπως φαίνεται από τις διηγήσεις των παλαιοτέρων, σε κάποια από τις εκτάσεις που είχε στην ιδιοκτησία του, στην περιοχή του Καλαμιάρη, που είχε πάρει το όνομά της από τα άφθονα καλάμια που φύτρωναν εκεί, φύτεψε δίπλα στη θάλασσα δύο σειρές από φοινικόδεντρα, 26 στο σύνολο. Με τα χρόνια, οι φοίνικες μεγάλωσαν και γεννοβόλησαν με αποτέλεσμα σήμερα στο σημείο αυτό να υπάρχει ένα θαυμάσιο φοινικοδάσος μοναδικής ομορφιάς, αντικείμενο μελέτης και προστασίας από το τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστιμίου Αιγαίου.
Στα παιδικά μου χρόνια, τα καλοκαίρια μου τα πέρναγα στο χωρίο. Ο απογευματινός περίπατος στο φοινικοδάσος ήταν μια από τις απαραίτητες ιεροτελεστίες και επειδή τα αγνά εκείνα χρόνια οι μεγαλύτεροι ήταν κατά κανόνα οι συνοδοί των μικρότερων, όλα σχεδόν τα παιδιά του χωριού, μικρά – μεγάλα μοιράζαμε τις δραστηριότητές μας μεταξύ του φοινικοδάσους και του διπλανού γήπδου του χωριού.
Αλλές εποχές τότε, τα τυποποιημένα παιχνίδια από ανύπαρκτα έως ελάχιστα, οι πατέντες και ιδιοκατσκευές πολλές και ποικίλες. Ο δε ιδιοκτήτης της μοναδικής δερμάτινης μπάλλας του χωριού, για ευνόητους λόγους, ήταν ο «θεός» των επίδοξων εκκολαπτόμενων ποδοσφαιροστών.
Ειναι εντυπωσιακό πως το περιβάλλον επιδρά στην κουλτούρα ενός τόπου και των ανθρώπων του. Η θάλασσα και τα πεσμένα ξερά κλαδιά από τους φοινίκες ήταν τα ερεθίσματα που κέντριζαν την φαντασία και τη δημιουργικότητα, και ένας απλός σουγιάς το μόνο εργαλείο...
Ενα κλαρί κομμένο θα θυμίζει σκαρί, δυό σκαψίματα για αμπάρια, ένα καλάμι από τις γειτονικές καλαμιές, ένα αυτοσχέδιο πανί και το καράβι ήταν έτοιμο να αρμενίσει και να ανακαλύψει κόσμους μακρυνούς και άγνωστους...
Κάθε απόγευμα και ένας καινούριος στόλος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει από την παραλία του φοινικοδάσους... κάποια τα έπερνε ο άνεμος, κάποια επέστρεφαν και αυτός που το καράβι του πήγαινε πιο μακριά καμάρωνε και υπερηφανεύονταν σαν πραγματικός καραβοκύρης. Βλέπετε, αγοράκια είμασταν και, όπως και να το κάνουμε, ο ανταγωνισμός ήταν στο αίμα μας.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν τα σκαριά να χρωματίζονται, τα σκαψίματα να γίνονται πιο επιμελημένα και ο άτυπος διαγωνισμός να ξεκινάει από τη στεριά. Πρώτα έπρεπε να βρεθεί το πιο όμορφο και μετά αν ήταν και καλοτάξιδο, ακόμα καλύτερα...
Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσα και πλέον τα καλοκαίρια μου τα πέρναγα μακρυά από το χωρίο. Οι παιδικές αναμνήσεις είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν, μαζί με αυτές και τα καράβια από το κλαρί του φοίνικα ώσπου σε κάποια γιορτή μου, φτάνει από χωριό ένα μεγάαααλο κιβώτιο. Δώρο λέει από τον θείο μου τον Γιώργο. Με ανυπομονησία το άνοιξα για να αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια μου ένα καράβι από κλαρί φοίνικα, βαμμένο με όμορφα χρώματα, στολισμένο, με τ’ όνομά μου ζωγραφισμένο στη μάσκα του και με τα πανιά ολάνοιχτα, έτοιμο να κατακτήσει τον κόσμο. Αν και δεν μου έλειπαν τα παιχνίδια, ετούτο επισκίασε όλα τα άλλα και το λάτρεψα αμέσως. Το ένιωσα σαν ένα ζωντανό δεσμό με τον τόπο των προπατόρων μου. Για πολλά χρόνια το φρόντισα και το συντήρησα μέχρι που το κλαρί σάπισε... η ανάμνησή όμως έμεινε.
Λίγα χρόνια πρίν, επισκέπτης και πάλι στο χωριό, σε ένα μοναχικό φθινοπωρινό απογευματινό περίπατο ανάμεσα στα πεσμένα φοινικόκλαρα του φοινικοδάσους, κατακλυσμένος από μελαγχολικές αναμνήσεις αφού λίγο νωρίτερα είχα «χαιρετίσει» τους απελθόντες στο κοιμητήρι του χωριού, κάθισα να ρεμβάσω κοιτώντας τη θάλασσα. Μηχανικά σήκωσα από κάτω ένα κλαρί και με το μικρό σουγιαδάκι που είχα στο μπρελόκ μου άρχισα να το σκαλίζω όπως τότε... Και ξαφνικά ξαναέγινα ο πιστιρικάς με τα κοντά παντελονάκια και με παιδική έξαψη έφτιαξα ένα φοινικόβαρκο, του έβαλα ένα πρόχειρο κατάρτι από τη γειτονική καλαμιά και ένα πρόχειρο πανί και το έριξα στη θάλασσα. Κάθησα να το παρατηρώ να ξεμακραίνει και μαζί του να παίρνει τη μελαγχολία μου. Το ακολούθησα με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε...
Μάζεψα μερικά από τα πεσμένα κλαριά και τα πήγα στο σπίτι. Ο εγγονός του θείου μου του Γιώργου, Γιώργος και αυτός, ήταν τότε στην ηλικία που ήμουν εγώ την εποχή που φτιάχναμε τα φοινικόβαρκά μας. Τον φώναξα και του αφηγήθηκα πώς παίζαμε τότε στο χωριό, πως ο θείος του μου μάθαινε να σκαλίζω το κλαρί, πως ο παππούς του μου έφτιαξε το καράβι μου με τα’ όνομά μου ζωγραφισμένο στη μάσκα και τον ρώτησα αν ήθελε να του δείξω και εγώ με τη σειρά μου πως να το κάνει και να φτιάξουμε μαζί το δικό του καράβι με τ’ όνομά του ζωγραφισμένο στη μάσκα... με κοίταξε βαριεστημένα και μου είπε ότι δεν μπορεί διότι έχει αφήσει στη μέση μια πίστα του Playstation...
Εμεινα με το... κλαρί στο χέρι, όμως η ιδέα είχε καρφωθεί στο μυαλό μου. Πήρα το κλαρί μαζί μου στην Αθήνα και τις κρύες νύχτες του χειμώνα που ακολούθησε, άρχισα να το σκαλίζω... Το αδρό αρχικό σχέδιο άρχισε να εξελίσσεται, λεπτομέρειες να προστίθενται και κάτι που ξεκίνησε από μια απλή πρωτόγονη βάρκα, κατέληξε σε κότερο πολυτελείας. Ακολουθώντας το πρότυπο της αρχικής κατασκευής, έφτιαξα ατα πάντα από απλά υλικά, πράγματα που βρίσκει κανείς πεταμένα εδω και εκεί... ξυλαράκια...οδοντογλυφίδες... κομμάτια από καλώδιο, σπάγκο και ότι άλλο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο.
Το βάφτισα «Παναγιούδα» και μέσα στη γυάλα του, είναι από τότε το στολίδι του σαλονιού μου και της ψυχής μου...
Με καμάρι, σας το παρουσιάζω:
Η αρχή:
Κάπου στην πορεία:
Το φοινικόβαρκο "Παναγιούδα":
Υ.Γ. Επειδή παραμένω αγοράκι και ο ανταγωνισμός παραμένει – έστω και εκλεπτυσμένος – στο αίμα μου, η «Παναγιούδα» έλαβε μέρος σε πανελλήνιες εκθέσης μοντελισμού όπου έχει αποσπάσει ένα χρυσό, ένα χάλκινο μετάλλιο και δύο τιμητικά κύπελλα, ενώ έχει προσκληθεί να στολίσει διάφορες εκδηλώσεις θαλασσινού περιεχομένου.